παλαιστινιακός

παλαιστινιακός
-ή, -ό [Παλαιστίνιος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Παλαιστίνη ή στους Παλαιστινίους
2. φρ. «παλαιστινιακό ζήτημα» — ζήτημα που δημιουργήθηκε στη διάρκεια τού 20ού αιώνα ως συνέπεια τής επανεγκατάστασης τών Εβραίων στην Παλαιστίνη και τής αντίδρασης στο γεγονός αυτό τών Αράβων κατοίκων τής περιοχής, τής ένοπλης αντιπαράθεσης τών δύο κοινοτήτων, τής ίδρυσης τού κράτους τού Ισραήλ και τής προσφυγοποίησης ενός μεγάλου αριθμού Παλαιστινίων, καθώς και τών αραβοϊσραηλινών πολέμων, ζήτημα που παραμένει ένα από τα σοβαρότερα άλυτα διεθνή προβλήματα και αποτελεί πηγή εντάσεων και συγκρούσεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • -ιακός — κατάλ. που εμφανίζεται ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα σε πλήθος επιθ. παραγομένων από λ. σε ιος και που σχηματίστηκε αντί για * ιικός αναλογικά προς τις καταλ. ιά, ιάς, ιάδης, ιάζειν και προς αποφυγή τής κακοφωνίας τών δύο συνεχόμενων ι. Οι λ. με… …   Dictionary of Greek

  • Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”