- παλαιστινιακός
- -ή, -ό [Παλαιστίνιος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Παλαιστίνη ή στους Παλαιστινίους2. φρ. «παλαιστινιακό ζήτημα» — ζήτημα που δημιουργήθηκε στη διάρκεια τού 20ού αιώνα ως συνέπεια τής επανεγκατάστασης τών Εβραίων στην Παλαιστίνη και τής αντίδρασης στο γεγονός αυτό τών Αράβων κατοίκων τής περιοχής, τής ένοπλης αντιπαράθεσης τών δύο κοινοτήτων, τής ίδρυσης τού κράτους τού Ισραήλ και τής προσφυγοποίησης ενός μεγάλου αριθμού Παλαιστινίων, καθώς και τών αραβοϊσραηλινών πολέμων, ζήτημα που παραμένει ένα από τα σοβαρότερα άλυτα διεθνή προβλήματα και αποτελεί πηγή εντάσεων και συγκρούσεων.
Dictionary of Greek. 2013.